- επικαρπωτής
- οαυτός που έχει το δικαίωμα της επικαρπίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επικαρπωτής — ο (νομ.) αυτός που έχει ή παίρνει το δικαίωμα τής επικαρπίας* ενός κινητού ή ακίνητου πράγματος … Dictionary of Greek
επικαρπία — Το εμπράγματο δικαίωμα ενός δικαιούχου (επικαρπωτή) να χρησιμοποιεί και να νέμεται ένα πράγμα ή ιδανικό μέρος πράγματος (καθώς και απαιτήσεις, ομολογίες κλπ.) που ανήκουν σε άλλο πρόσωπο και να απολαμβάνει τους καρπούς του, διατηρώντας όμως… … Dictionary of Greek
ζαΐμης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών και πολιτικών, από την Κερπινή Καλαβρύτων. 1. Αλέξανδρος. Βλ. λ. Ζαΐμης, Αλέξανδρος. 2. Ανδρούτσος (; – 1792). Διετέλεσε μωραγιάννης (έπαρχος στον Μοριά, εξαρτημένος από τον σουλτάνο). Συμμετείχε ενεργά στην… … Dictionary of Greek
θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… … Dictionary of Greek
νομέας — (I) ο (Α νομεύς, έως και μτγν τ. νομέας, ου, επικ. γεν. νομῆος) ποιμένας, βοσκός νεοελλ. 1. (νομ.) το υποκείμενο τής νομής, εκείνος που ασκεί φυσική εξουσία επί πράγματος «διανοίᾳ κυρίου», δηλαδή θέλοντας να έχει το πράγμα δικό του 2. συν. στον… … Dictionary of Greek